γκάγκαρο

γκάγκαρο
το
βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σχοινί πίσω από την αυλόθυρα, ώστε να την κλείνει αυτόματα με το βάρος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ganghero].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γκάγκαρος — ο (πληθ. γκαγκαραίοι και γκαγκόρηδες) [γκάγκαρο] (συνήθως μόνο στη φρ.) «Αθηναίος γκάγκαρος» ο γνήσιος Αθηναίος. (Περιπαικτικά επί τουρκοκρατίας σήμαινε τον αριστοκράτη Αθηναίο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”